- εσταυρωμένος
- Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο σταυρωμένος Ιησούς. Χρησιμοποιείται κυρίως στην αγιογραφία και στη ζωγραφική, για να προσδιορίσει φορητές εικόνες, πίνακες, τοιχογραφίες και ψηφιδωτά που εικονίζουν τον Ιησού στον σταυρό. Ο Ε. ήταν προσφιλές θέμα των ζωγράφων της Αναγέννησης. Εξαίρετα δείγματα Ε. έχει να επιδείξει και η βυζαντινή ζωγραφική. Ο αρχαιότερος γνωστός Ε. είναι μία μικρογραφία σε συριακό χειρόγραφο Ευαγγέλιο του 586 μ.Χ. Βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας (κώδικας του Ραμπούλα).
* * *-η, -ο (ΑΜ ἐσταυρωμένος, -η, -ον)ο καθηλωμένος πάνω σε σταυρό, ο σταυρωμένοςνεοελλ.-μσν.1. ως ουσ. ο Εσταυρωμένοςο Χριστός2. ως ουσ. σταυρός πάνω στον οποίο είναι προσαρμοσμένο ομοίωμα τού Χριστού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. σταυρώ].
Dictionary of Greek. 2013.